-
1 склон
η κλίση, η κατωφέρεια, η κλιτύς, ο κατήφοροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склон
-
2 расположить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расположенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. τακτοποιώ, διευθετώ, διαρυθμιζω, κανονίζω•расположить мебель τακτοποιώ τα έπιπλα•
по другому διευθετώ αλλιώς (μετατάσσω)•
слова по алфавиту βάζω τις λέξεις κατά αλφαβητική σειρά.
|| διατάσσω, κάνω διάταξη• τοποθετώ•расположить отряд по позициям κάνω διάταξη του τμήματος στις θέσεις•
расположить полк на отдых в городе βάζω το σύνταγμα για ξεκούραση στην πόλη.
|| διαθέτω, προγραμματίζω.2. διαθέτω ευνοίκά• προδιαθέτω• κατευθύνω, προσελκύω•чем ты -ил его к себе? πως τον πήρες με το μέρος σου;•
расположить кого–нибудь в свою пользу προσελκύω κάποιον με το μέρος μου.
1. εγκα-τασταίνομαι• τοποθετούμαι•расположить лагерем στρατοπεδεύω, στρατωνιζομαι • καταυλίζομαι.
|| τακτοποιούμαι, βολεύομαι. || κάθομαι, πιάνω θέση. || εκτείνομαι•город -лся на склоне горы η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού.
2. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω. -
3 теневой
επ.σκιερός• απόσκιος•-ая сторона η σκιερή πλευρά•теневой склон горы η απόσκια πλαγιά του βουνού.
|| φυόμενος κάτω από σκιά•-ые травы χόρτα σκιάς.
|| της σκιάς, από τη σκιά (σχηματιζόμενος)•теневой узор σχέδιο από τη σκιά.
|| σκιώδης•-ые места картины τα σκιώδη μέρη της εικόνας.
εκφρ.- ая сторона – η σκοτεινή πλευρά (η αρνητική πλευρά).